† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
* * *
Τιμιωτατοι αδελφοί Ιεράρχαι καί τέκνα εν Κυρίω ευλογημένα,
Ελέω καί δυνάμει Θεού διαπλευσαντες εν προσευχῇ καί νηστεία τό πέλαγος τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής καί φθάσαντες εις τό παμφαές Πάσχα, ανυμνούμεν τόν κατελθόντα μέχρις ᾍδου ταμείων καί «απεργασάμενον πάσιν εισηκτόν τόν Παράδεισον» διά τής εκ νεκρών Εγέρσεως Αυτού Κυριον τής δόξης.
Η Ανάστασις δέν είναι ανάμνησις ενός γεγονότος από τό παρελθόν, αλλά «καλή αλλοίωσις» τής υπάρξεως μας, «άλλη γέννησις, βίος έτερος, άλλο ζωής είδος, αυτής τής φυσεως ημών μεταστοιχείωσις»[1]. Εν Χριστῷ Αναστάντι ανακαινίζεται όμού μετά τού ανθρωπου η συμπασα κτίσις. Όταν ψάλλωμεν τήν Γ’ ᾠδήν τού Κανόνος τού Πάσχα, τό «Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε καί γή καί τά καταχθόνια· εορταζέτω γούν πάσα κτίσις τήν έγερσιν Χριστού, εν ᾗ εστερέωται», τότε διακηρυσσεται ότι όλόκληρον τό συμπαν είναι στερεωμένον καί πλήρες ανεσπέρου φωτός. Όχι μόνον διά τήν ιστορίαν τού ανθρωπίνου γένους, αλλά καί διά τήν όλην δημιουργίαν, ισχυει τό «πρό Χριστού» καί τό «μετά Χριστόν».
Η εκ νεκρών Έγερσις τού Κυρίου αποτελεί τόν πυρήνα τού Ευαγγελίου, τό σταθερόν σημείον αναφοράς όλων τών κειμένων τής Καινής Διαθήκης, αλλά καί τής λειτουργικής ζωής καί τής ευσεβείας τών Ορθοδόξων. Όντως, εις τό «Χριστός Ανέστη» συνοψίζεται η θεολογία τής Εκκλησίας. Η βίωσις τής καταργήσεως τού κράτους τού θανάτου είναι πηγή ανεκλαλήτου χαράς, «ελευθέρας από τάς δεσμευσεις αυτού τού κόσμου». «Χαράς τά πάντα πεπλήρωται, τής αναστάσεως τήν πείραν ειληφότα». Έκρηξις «χαράς μεγάλης» η Ανάστασις διαποτίζει όλόκληρον τήν εκκλησιαστικήν ζωήν, τό ήθος καί τήν ποιμαντικήν δράσιν, ως πρόγευσις τής πληρότητος ζωής, γνωσεως καί χαράς τής αιωνίου Βασιλείας τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνευματος. Ορθόδοξος πίστις καί απαισιοδοξία είναι ασυμβατα μεγέθη.
Τό Πάσχα είναι διά τόν άνθρωπον εορτή ελευθερίας καί νίκη κατά τών αλλοτριωτικών δυνάμεων, εκκλησιοποίησις τής υπάρξεως μας, πρόσκλησις εις συνεργίαν διά τήν μεταμόρφωσιν τού κόσμου. Η ιστορία τής Εκκλησίας καθίσταται «ένα μεγάλο Πάσχα», ως πορεία πρός «τήν ελευθερίαν τής δόξης τών τέκνων τού Θεού»[2]. Τό βίωμα τής Αναστάσεως αποκαλυπτει τό κέντρον καί τήν εσχατολογικήν διάστασιν τής εν Χριστῷ ελευθερίας. Αι βιβλικαί μαρτυρίαι περί τής Εγέρσεως τού Σωτήρος αναδεικνυουν τήν δυναμιν τής ελευθερίας τών πιστών, εις τήν όποίαν καί μόνην φανερούται τό «μέγα θαύμα», τό όποίον παραμένει απρόσιτον εις κάθε καταναγκασμόν. «Βουλομένων γάρ, ου τυραννουμένων τό τής σωτηρίας μυστήριον»[3]. Η αποδοχή τής θείας δωρεάς ως «διάβασις» τού πιστού πρός τόν Χριστόν, είναι η ελευθέρα υπαρκτική απάντησις εις τήν αγαπητικήν καί σωστικήν «διάβασιν» τού Αναστάντος πρός τόν άνθρωπον. «Χωρίς εμού ου δυνασθε ποιείν ουδέν»[4].
Τό μυστήριον τής Αναστάσεως τού Κυρίου συνεχίζει καί σήμερον νά κλονίζη τάς θετικιστικάς βεβαιότητας τών αρνητών τού Θεού ως «αρνήσεως τής ανθρωπίνης ελευθερίας», τους όπαδους τής «φενάκης τής αυτοπραγματωσεως χωρίς Θεόν» καί τους θαυμαστάς τού συγχρόνου «ανθρωποθεού». Δέν ανήκει τό μέλλον εις τόν εγκλωβισμόν εις τήν αυτάρεσκον, συρρικνωτικήν καί κλειστήν ενθαδικότητα. Δέν υπάρχει αληθής ελευθερία χωρίς Ανάστασιν, χωρίς προοπτικήν αιωνιότητος.
Πηγήν αναστασίμου ευφροσυνης διά τήν Αγίαν τού Χριστού Μεγάλην Εκκλησίαν αποτελεί εφέτος καί ό κοινός εορτασμός τού Πάσχα υπό συμπαντος τού χριστιανικού κόσμου, όμού μετά τής 1700ής επετείου τής Α’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, η όποία κατεδίκασε τήν κακοδοξίαν τού Αρείου, τού «κατασμικρυναντος τής Τριάδος τόν ένα, Υιόν καί Λόγον όντα Θεού», καί εθέσπισε τόν τρόπον καθορισμού τής ημερομηνίας διά τήν εορτήν τής Αναστάσεως τού Σωτήρος.
Η Συνοδος τής Νικαίας εγκαινιάζει μίαν νέαν περίοδον εις τήν συνοδικήν ιστορίαν τής Εκκλησίας, τήν μετάβασιν από τό τοπικόν εις τό οικουμενικόν συνοδικόν επίπεδον. Ως γνωστόν, η Α´ Οικουμενική Συνοδος εισήγαγε τόν «άγραφον» όρον «όμοουσιος» εις τό Συμβολον τής πίστεως, μέ σαφή σωτηριολογικήν αναφοράν, η όποία παραμένει τό ουσιώδες χαρακτηριστικόν τών δογμάτων τής Εκκλησίας. Εν τῇ εννοία ταυτη, οι εορτασμοί τής μεγάλης επετείου δέν είναι στροφή πρός τό παρελθόν, εφ᾿ όσον τό «πνεύμα τής Νικαίας» ενυπάρχει αδιαπτωτως εις τήν ζωήν τής Εκκλησίας, η ενότης τής όποίας συναρτάται μέ τήν όρθήν κατανόησιν καί ανάπτυξιν τής συνοδικής ταυτότητός της. Ο λόγος περί τής Α’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου υπενθυμίζει τά κοινά χριστιανικά αρχέτυπα καί τήν σημασίαν τού αγώνος κατά τών διαστρεβλωσεων τής αμωμήτου ημών πίστεως καί μάς προτρέπει νά στραφώμεν πρός τό βάθος καί τήν ουσίαν τής παραδόσεως τής Εκκλησίας. Ο δέ κατά τό παρόν έτος κοινός εορτασμός τής «Αγιωτάτης τού Πάσχα ημέρας» αναδεικνυει τήν επικαιρότητα τού θέματος, η λυσις τού όποίου όχι μόνον εκφράζει τόν σεβασμόν τής Χριστιανοσυνης πρός τά θεσπίσματα τής Συνόδου τής Νικαίας, αλλά καί τήν συνείδησιν ότι «ου πρέπει εν τοιαυτη αγιότητι είναί τινα διαφοράν».
Μέ τοιαύτα αισθήματα, έμπλεοι τού φωτός καί τής χαράς τής Αναστάσεως καί αναβοώντες τό κοσμοχαρμόσυνον «Χριστός Ανέστη», άς τιμήσωμεν τήν κλητήν καί αγίαν ημέραν τού Πάσχα διά τής όλοψυχου όμολογίας τής πίστεως ημών εις τόν θανάτω τόν θάνατον πατήσαντα, πάσιν ανθρωποις καί απάση τῇ κτίσει ζωήν χαρισάμενον Λυτρωτήν, διά τής πιστότητος εις τάς τιμίας παραδόσεις τής Μεγάλης Εκκλησίας καί διά τής ανυποκρίτου πρός τόν πλησίον αγάπης, ίνα δοξάζηται καί διά πάντων ημών τό υπερουράνιον όνομα τού Κυρίου.
Φανάριον, Άγιον Πάσχα ,βκε´
† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Αναστάντα
ευχέτης πάντων υμών
_______
1. Γρηγορίου Νυσσης, Περί τής τριημέρου προθεσμίας τής Αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, PG 46, 604.
2. Ρωμ η’, 21.
3. Μαξίμου Ομολογητού, Εις τήν προσευχήν τού Πάτερ ημών, πρός ένα φιλόχριστον, PG 90, 880.
4. Ιωάν. ιε’, 5.