† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ
* * *
Ύμνον ευχαριστίας αναπέμπομεν τῷ πανσθενουργῷ, παντεπόπτη καί παντευεργέτη Θεῷ τῷ εν Τριάδι, τῷ αξιωσαντι τόν λαόν Αυτού φθάσαι τήν 1700ήν επέτειον τής εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, τής πνευματοκινήτως μαρτυρησάσης περί τής γνησίας πίστεως εις τόν συνάναρχον τῷ Γεγεννηκότι καί παναληθώς Αυτῷ όμοουσιον Θεόν Λόγον, «τόν δι᾿ ημάς τους ανθρωπους καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καί σαρκωθέντα καί ενανθρωπήσαντα, παθόντα καί αναστάντα τῇ τρίτη ημέρα καί ανελθόντα εις τους ουρανους, καί ερχόμενον κρίναι ζώντας καί νεκρους».
Η Συνοδος τής Νικαίας αποτελεί έκφρασιν τής συνοδικής φυσεως τής Εκκλησίας, κορυφωσιν τής «αρχεγόνου συνοδικότητος» αυτής, αρρήκτως συνδεδεμένης μετά τής ευχαριστιακής πραγματωσεως τής εκκλησιαστικής ζωής, αλλά καί μετά τής πρακτικής τής επί τό αυτό συνελευσεως πρός λήψιν «όμοθυμαδόν»[1] αποφάσεων επί τρεχόντων θεμάτων. Η εν Νικαία Συνοδος σηματοδοτεί εν ταυτῷ τήν ανάδυσιν μιάς νέας συνοδικής δομής, αυτής τής Οικουμενικής Συνόδου, η όποία έμελλε νά αποβῇ καθοριστική διά τήν πορείαν τών εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αξιομνημόνευτον είναι ότι η Οικουμενική Συνοδος δέν αποτελεί «μόνιμον θεσμόν» εις τήν ζωήν τής Εκκλησίας, αλλά «έκτακτον γεγονός», απάντησιν εις μίαν συγκεκριμένην απειλήν κατά τής πίστεως, αποβλέπουσαν εις τήν αποκατάστασιν τής διαρραγείσης ενότητος καί τής ευχαριστιακής κοινωνίας.
Τό ότι η Συνοδος τής Νικαίας συνεκλήθη υπό τού Αυτοκράτορος, ότι ό Μέγας Κωνσταντίνος παρηκολουθησε τάς εργασίας καί περιέβαλε τά αναθέματα αυτής διά τού κυρους κρατικού νόμου, δέν τήν καθιστᾷ «αυτοκρατορικήν συνοδον»[2]. Υπήρξεν αμιγώς «εκκλησιαστικόν γεγονός», κατά τό όποίον η Εκκλησία, καθοδηγουμένη υπό τού Αγίου Πνευματος, απεφάσισε διά τά τού οίκου της, ενῷ ό Αυτοκράτωρ εφήρμοσε τήν αρχήν «Απόδοτε ουν τά Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τού Θεού τῷ Θεῷ»[3].
Ενωπιον τής Αρειανικής πλάνης, η Εκκλησία διετυπωσε συνοδικώς τό ουσιώδες τής διηνεκώς βιουμένης εν αυτῇ πίστεως. Ο «όμοουσιος τῷ Πατρί» προαιωνιος Υιός καί Λόγος τού Θεού, «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», σωζει διά τής σαρκωσεως Του τόν άνθρωπον εκ τής δουλείας τού αλλοτρίου καί διανοίγει εις αυτόν τήν όδόν τής κατά χάριν θεωσεως. «Αυτός γάρ ενηνθρωπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»[4]. Τό Συμβολον τής Νικαίας διατρανοί τήν βεβαίαν πεποίθησιν ότι η σοβούσα αιρετική απόκλισις αποτελεί άρνησιν τής δυνατότητος σωτηρίας τού ανθρωπου. Εν τῇ εννοία ταυτη, δέν είναι απλώς θεωρητική διακήρυξις αλλά όμολογία πίστεως, ως όλα τά δογματικά κείμενα τής Εκκλησίας, αυθεντική διατυπωσις τής ζωσης εν αυτῇ καί δι᾿ αυτής αληθείας.
Ιδιαιτέραν θεολογικήν βαρυτητα έχει τό γεγονός ότι βάσιν τού Ιερού Συμβόλου «Πιστευομεν…» αποτελεί έν τοπικόν βαπτιστήριον Συμβολον ή όμάς τοιουτων Συμβόλων. Ως γνήσιος φορευς τής διαχρονικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, η Συνοδος ανακεφαλαιοί καί βεβαιοί τήν Αποστολικήν παρακαταθήκην, τήν όποίαν διαφυλάσσουν αι κατά τόπους Εκκλησίαι. Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει ότι οι Συνοδικοί Πατέρες «περί δέ τής πίστεως έγραψαν ουκ Έδοξεν, αλλ᾿, Ουτως πιστευει η καθολική Εκκλησία· καί ευθυς ωμολόγησαν, πώς πιστευουσιν, ίνα δείξωσιν, ότι μή νεωτερον, αλλ᾿ αποστολικόν εστιν αυτών τό φρόνημα, καί ά έγραψαν, ουκ εξ αυτών ευρέθη, αλλά ταύτ᾿ εστίν, άπερ εδίδαξαν οι απόστολοι»[5]. Πεποίθησις τών θεοδιδάκτων Πατέρων ήτο ότι ουδέν προσετέθη εις τήν πίστιν τών Αποστόλων καί ότι τό όντως οικουμενικόν Συμβολον τής Νικαίας αποτελεί διακήρυξιν τής κοινής παραδόσεως τής Καθολικής Εκκλησίας. Οι Συνοδικοί Πατέρες, τους όποίους η Ορθόδοξος Εκκλησία επαξίως τιμᾷ καί υμνεί ως «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φυλακας», εχρησιμοποίησαν τόν φιλοσοφικόν όρον «ουσία» (καί τό «όμοουσιον») διά τήν έκφρασιν τής Ορθοδόξου πίστεως εις τήν θεότητα τού Λόγου, τήν όποίαν ηρνείτο ό Άρειος, καί μετ᾿ αυτής τό όλον μυστήριον τής πανσωστικής ενσάρκου Θείας Οικονομίας, εμπλακείς εις ελληνιστικά νοητικά σχήματα καί απωθήσας τόν «Θεόν τών Πατέρων» εν όνόματι τού «Θεού τών φιλοσόφων».
Έτερον κεφαλαιώδες ζήτημα, τό όποίον εκλήθη νά επιλυση η Συνοδος τής Νικαίας, πρός ενίσχυσιν τής εκκλησιαστικής ενότητος εν τῇ λειτουργικῇ πράξει, ήτο τό «πότε καί πώς δεί ημάς τήν τού Πάσχα εορτήν εκτελείν». Η 1700ή επέτειος τής συγκλήσεως τής Συνόδου επανέφερεν εις τήν επικαιρότητα τό θέμα τού κοινού εορτασμού τής Αναστάσεως τού Κυρίου. Η Αγία τού Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ευχεται όπως οι όπου γής Χριστιανοί επανέλθουν, συμφωνως πρός τάς προσταγάς τής εν Νικαία Συνόδου, εις τόν εορτασμόν τού Πάσχα κατά κοινήν ημέραν, ως ευτυχεί συγκυρία, συνέβη κατά τό τρέχον έτος. Η απόφασις αυτη θά λειτουργήση ως ένδειξις καί συμβολον γνησίας προόδου εις τόν αγώνα οικουμενικής συμπορευσεως καί όμονοήσεως διά μέσου τού θεολογικού διαλόγου καί τού «διαλόγου τής ζωής», ως απτή μαρτυρία περί τού εμπράκτου σεβασμού τών κεκτημένων τής αδιαιρέτου Εκκλησίας. Η επίτευξις τού στόχου αυτού, εν τῷ πλαισίω τής εφετεινής επετείου, υπήρξε κοινόν όραμα τού αειμνήστου Πάπα Ρωμης Φραγκίσκου καί τής ημετέρας Μετριότητος. Η εκδημία αυτού, τήν επαυριον τού παγχριστιανικώς εορτασθέντος Πάσχα, επιτείνει τήν κοινήν ευθυνην, όπως συνεχίσωμεν αταλαντευτως πρός τήν αυτήν κατευθυνσιν.
Σπουδαίον υπήρξεν επίσης τό νομοκανονικόν έργον τής εν Νικαία Συνόδου, διά τού όποίου αποτυπούται καί επικυρούται συνοδικώς τό διαχρονικόν κανονικόν συνειδός τής Εκκλησίας, καί εις τό όποίον ευρίσκονται αι απαρχαί τού μητροπολιτικού συστήματος καί τής αναδείξεως τού κυρους, τής εξεχουσης θέσεως καί τής διηυρυμένης ευθυνης ωρισμένων Θρόνων, εκ τών όποίων διεμορφωθη προοδευτικώς τό συστημα τής Πενταρχίας. Εφ᾿ όσον η κανονική παρακαταθήκη τής Νικαίας είναι κοινή κληρονομία όλοκλήρου τού χριστιανικού κόσμου, η εφετεινή επέτειος καλείται νά λειτουργήση ως προσκλητήριον δι᾿ επιστροφήν εις τάς πηγάς, εις τά πρωταρχικά κανονικά θεσπίσματα τής αδιαιρέτου Εκκλησίας.
Εγγυητής τών θεσπισμάτων τής Νικαίας ανεδείχθη διαχρονικώς ό Οικουμενικός Θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό τό πνεύμα τής Μεγάλης Εκκλησίας εξεφράσθη καί διά τής Πατριαρχικής καί Συνοδικής Εγκυκλίου επί τῇ 1600ῇ επετείω τής Συνόδου[6], «τής πρωτης τών Οικουμενικών καί μεγίστης ως αληθώς Συνόδου τής Εκκλησίας». Η ειλημμένη απόφασις, όπως η επέτειος εορτασθῇ «πανηγυρικώς καί δή από κοινού, ει δυνατόν, υπό πασών τών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, εις εκδήλωσιν πάνδημον τής πιστής καί σήμερον τῇ τού Θεού χάριτι εμμονής τής Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τῇ διδασκαλία καί τῷ πνευματι τής Συνόδου εκείνης, ήτις όπως εξ ενός τήν μίαν πίστιν τής Εκκλησίας διά τής εν Αγίω Πνευματι αποφάνσεως αυτής εστερέωσε καί εσφράγισεν, ουτως εξ άλλου καί τήν ενότητα τής εκκλησιαστικής συγκροτήσεως διά τής από πάντων τών περάτων τής γής παρουσίας αντιπροσωπων περιλάμπρως παρέστησεν», δυστυχώς δέν κατέστη δυνατόν νά πραγματοποιηθῇ εξ αιτίας τών εκτάκτων περιστάσεων καί τής χηρείας τού Οικουμενικού Θρόνου. Τήν 19ην Ιουλίου 1925, πρωτην Κυριακήν μετά τήν ενθρόνισιν τού Πατριάρχου Βασιλείου Γ’, εξεπληρωθη η «καθυστερήσασα όφειλή» διά τής τελέσεως «ειδικής Πατριαρχικής καί Συνοδικής Λειτουργίας» εν τῷ Πανσέπτω Πατριαρχικῷ Ναῷ. Ιδιαιτέραν εκκλησιολογικήν σημασίαν έχει τό γεγονός ότι εις τήν Εγκυκλιον τονίζεται η αξία τής εκτελέσεως τού καθήκοντος τού εορτασμού ταυτης τής «μεγάλης διά πάσαν τήν Χριστιανοσυνην» επετείου υπό τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως, «αμεσωτέραν πρός τήν εορτήν ταυτην εχουσης τήν σχέσιν καί τήν όφειλήν».
Η Συνοδος τής Νικαίας αποτελεί σταθμόν εις τήν διαμόρφωσιν τής δογματικής ταυτότητος καί τής κανονικής δομής τής Εκκλησίας, παρέμεινε δέ τό πρότυπον διά τήν αντιμετωπισιν προβλημάτων πίστεως καί κανονικής τάξεως επί οικουμενικού επιπέδου. Η 1700ή επέτειος από τής πραγματοποιήσεως της υπενθυμίζει εις τήν Χριστιανοσυνην τάς παραδοχάς τής αρχαίας Εκκλησίας, τήν αξίαν τού κοινού αγώνος κατά τών παρανοήσεων τής χριστιανικής πίστεως καί τήν αποστολήν τών πιστών, όπως συμβάλλουν εις τόν πολλαπλασιασμόν τών «καλών καρπών» τής εν Χριστῷ, κατά Χριστόν καί εις Χριστόν ζωής εν τώ κόσμω.
Καλουμεθα σήμερον νά αναδείξωμεν τό διαχρονικόν μήνυμα τής εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, τάς σωτηριολογικάς διαστάσεις καί τάς ανθρωπολογικάς συνεπείας τού «όμοουσίου», τής αρρήκτου συνδέσεως τής Χριστολογίας μετά τής ανθρωπολογίας, εις μίαν εποχήν ανθρωπολογικής συγχυσεως καί εντόνων προσπαθειών αναδείξεως τού «μετανθρωπου» ως τού ανοικτού όρίζοντος καί τής αυτοαποθεωτικής προοπτικής τής ανθρωπίνης εξελίξεως, τῇ συμβολῇ τής επιστήμης καί τής τεχνολογίας. Η αρχή τής «θεανθρωπινότητος» αποτελεί τήν απάντησιν εις τήν αδιέξοδον όπτασίαν τού συγχρόνου «ανθρωποθεού». Η αναφορά εις τό «πνεύμα τής Νικαίας» αποτελεί πρόσκλησιν όπως στραφώμεν εις τά ουσιωδη τής πίστεως μας, πυρήν τής όποίας είναι η εν Χριστῷ σωτηρία τού ανθρωπου.
Ο Κυριος καί Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός είναι η πλήρης καί τελεία αποκάλυψις τής αληθείας περί τού Θεού καί τού ανθρωπου. «Ο εμέ εωρακως, εωρακε τόν πατέρα μου»[7]. Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος έδειξε «πρώτος καί μόνος», ως γράφει ό Άγιος Νικόλαος ό Καβάσιλας, «τόν αληθινόν άνθρωπον καί τέλειον, καί τρόπων καί ζωής καί τών άλλων ένεκα πάντων»[8]. Αυτήν τήν Αλήθειαν εκπροσωπεί εν τῷ κόσμω η Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία, από αυτήν τρέφεται, αυτήν διακονεί. Φορούσα τόν χιτώνα τής Αληθείας, «τόν υφαντόν εκ τής άνω θεολογίας», αεί όρθοτομεί καί δοξάζει «τής ευσεβείας τό μέγα μυστήριον», ευαγγελιζομένη τόν λόγον τής πίστεως, τής αγάπης καί τής ελπίδος, προσβλέπουσα πρός τήν «ανέσπερον καί αδιάδοχον καί ατελευτητον ημέραν»[9], τήν ερχομένην αιωνιον Βασιλείαν τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνευματος.
Έργον τής θεολογίας είναι η αποκάλυψις τής σωτηριολογικής διαστάσεως τών δογμάτων καί η ερμηνεία αυτών δι᾿ υπαρξιακών όρων, η όποία απαιτεί, όμού μετά τής μετοχής εις τό εκκλησιαστικόν γεγονός, ευαισθησίαν καί γνήσιον ενδιαφέρον διά τόν άνθρωπον καί τάς περιπετείας τής ελευθερίας του. Εν τῇ εννοία ταυτη, η διατράνωσις τής πίστεως εις τόν ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον όφείλει όπως συνοδευηται υπό τής εμπράκτου ανταποκρίσεως ημών εις τόν σωτήριον λόγον Αυτού: «αυτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθως ηγάπησα υμάς»[10].
Μεμνημένοι τοίνυν τών αφάτων δωρεών, ων εποίησε καί ποιεί πάση τῇ κτίσει, ακαταπαυστως δοξολογούμεν τό υπεράγιον καί υπέρλαμπρον όνομα τού Κυρίου τών όλων καί Θεού τής αγάπης, δι᾿ Ου τόν Πατέρα εγνωκαμεν καί τό Πνεύμα τό Άγιον επεδήμησεν εν κόσμω. Αμήν!
Εν έτει σωτηρίω ‚βκε´, κατα μήνα Ιουνιον (α´)
Επινεμησεως Γ´
Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος εν Χριστῷ ευχέτης.
+ ό Κολωνείας Αθανάσιος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Γορτυνης καί Αρκαδίας Μακάριος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου Ανδρέας εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Βελγίου Αθηναγόρας εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Λέρου, Καλυμνου καί Αστυπαλαίας Παΐσιος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Ατλάντας Σεβαστιανός εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Κυδωνιών Αθηναγόρας εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Σηλυβρίας Μάξιμος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Αυστραλίας Μακάριος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Ελβετίας Μάξιμος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Ιρλανδίας Ιάκωβος εν Χριστῷ ευχέτης
+ ό Μεξικού Ιάκωβος εν Χριστῷ ευχέτης
Ότι ακριβές αντιγραφον.
Εν τοίς Πατριαρχειοις, τῇ 27η Μαΐου 2025
Ο Αρχιγραμματευς τής Αγιας καί Ιεράς Συνόδου
____________
1. Πράξ. β’, 1.
2. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιουλα, Έργα Α’. Εκκλησιολογικά Μελετήματα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016, σ. 675-6.
3. Ματθ. κβ’, 21.
4.Αθανασίου τού Μεγάλου, Λόγος περί τής ενανθρωπήσεως τού Λόγου, PG 25, 192.
5. Αθανασίου τού Μεγάλου, Επιστολή περί τών γενομένων εν τῇ Αριμίνω τής Ιταλίας, καί εν Σελευκεία τής Ισαυρίας συνόδων, PG 26, 688.
6. Κ.Π.Α. κώδιξ Α’ 94, 10 Αυγουστου 1925, σ. 102-3.
7. Ιωάν. ιδ’, 9.
8. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τής εν Χριστῷ ζωής, PG 150, 680.
9. Βασιλείου τού Μεγάλου, Εις τήν Εξαήμερον, PG 29, 52.
10. Ιωάν. ιε’, 12.